γουστερίτσα

γουστερίτσα
η
(λ. σλαβ.), βλ. γουστέρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαύρα — Γένος σαυροειδών της οικογένειας των Σαυριδών, της τάξης των φολιδωτών. Ανάλογα με τα είδη οι σ. έχουν συνολικό μήκος από 12 ως 60 περίπου εκ.· το σώμα τους καλύπτεται στη ράχη από κεραμιδοειδείς φολίδες ή κόκκους, ενώ στο κεφάλι και στην κοιλιά… …   Dictionary of Greek

  • guşter — GÚŞTER, (I) guşteri, s.m., (II, III) guştere, s.n. I. s.m. Specie de şopârlă de culoare verde, cu coada lungă, care se hrăneşte cu insecte (Lacerta viridis). II. s.n. (reg.) Gâtlej; esofag. ♦ Omuşor. III. s.n. (med.; pop.) Crup. – Din …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”